- τροχαδάριος
- τροχᾰδ-άριος, ὁ, ([etym.] τροχάς)A shoemaker, IG3.3463.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τροχαδάριος — ὁ, Α υποδηματοποιός. [ΕΤΥΜΟΛ. < τροχάς, άδος + κατάλ. άριος (< λατ. κατάλ. arius)] … Dictionary of Greek